προτακτικοῦ

προτακτικοῦ
προτακτικός
used as prefix
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …   Dictionary of Greek

  • μπολιάζω — 1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω 2. εγκεντρίζω δένδρο 3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον 4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση τού προτακτικού άτονου ε (για την προφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”